πολυπεπτίδιο

πολυπεπτίδιο
το, Ν
(βιοχ.) αλυσίδα αμινοξέων που περιέχει από 10 ώς 100 αμινοξέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. polypeptide, πιθ. < γερμ. Polypeptid (< πολυ-* + peptide «πεπτίδιο»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμφομυκίνη — η βιοχ. πρόκειται για αντιβιοτικό, χημικώς πολυπεπτίδιο μη καθορισμένης ακόμη δομής …   Dictionary of Greek

  • σωματολιμπερίνη — η, Ν (βιοχ.) μικρό πολυπεπτίδιο το οποίο παράγεται από τους υποθαλαμικούς νευρώνες και ρυθμίζει την παραγωγή τής αυξητικής ορμόνης, δηλαδή τής σωματοτροπίνης, στην υπόφυση …   Dictionary of Greek

  • σωματοστατίνη — η, Ν (βιοχ.) ορμονικό πολυπεπτίδιο με 14 28 αμινοξέα, το οποίο αναστέλλει την έκκριση τής σωματοτροπίνης και τής θυρεοτροπίνης, καθώς και τής ινσουλίνης και τής γλυκαγόνης …   Dictionary of Greek

  • τριπεπτίδιο — το, Ν (βιοχ.) πολυπεπτίδιο που παρέχει με υδρόλυση τρία αμινοξέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tripeptide < tri (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + peptide (πρβλ. πεπτίδιο)] …   Dictionary of Greek

  • φαλλοϊδίνη — η, Ν (βιοχ.) πολυπεπτίδιο, προϊόν συμπύκνωσης επτά αμινοξέων, το οποίο αποτελεί το κύριο τοξικό συστατικό τού μύκητα Αmanita phalloides τού γένους αμανίτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phalloidine] …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”